in

Μια βόλτα στα προσφυγικά στις Τζιτζιφιές

Οι Τζιτζιφιές για μένα δεν είναι απλώς ο τόπος που μένω. Είναι ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου. Και ο παππούς μου. Σε ένα από τα πολλά προσφυγικά σπίτια που βρίσκονταν στη θέση του σημερινού ΙΚΑ στην Ισμήνης. Που κάθε φορά που έβρεχε, μάζευαν τα πράγματα από τις αυλές γιατί πλημμύριζε όλη η γειτονιά. Μιλάμε για το 1945, για λίγο πριν και για λίγο μετά από αυτό.

Της Μαρίας Τζωρτζάκη για το nou-pou.gr

Συγκεκριμένα, τα προσφυγικά εδώ χτίστηκαν την περίοδο 1932-1939 για να δώσουν στέγη σε περίπου 20.000 πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Οι άνθρωποι αυτοί μέχρι τότε ζούσαν ήδη στην περιοχή σε ξύλινες παράγκες, αυτοσχέδιες. Ουσιαστικά, καταλάμβαναν μία έκταση σχεδόν 30 στρέμματα μεταξύ του παλιού Ιππόδρομου (νυν Πάρκου Νιάρχου) και της οδού Επαμεινώνδα (που είναι η συνέχεια της Λάμπρου Κατσώνη), αλλά απλώθηκαν και λίγο παραπέρα στα περισσότερα από τα τριγύρω στενά και γενικά σε όλη την Καλλιθέα, που το 1940, μαζί με τους εσωτερικούς μετανάστες, έφτασε να έχει πληθυσμό 36.000 κατοίκους.

Αν περπατήσεις σήμερα στους γύρω δρόμους, θα τα δεις ακόμη εκεί, θα δεις και κάποια αυθαίρετα παραπήγματα που έχουν χαλάσει λίγο την ομοιομορφία και την ομορφιά που είχαν τα αυθεντικά κτίσματα. Άλλα είναι πιο καλοδιατηρημένα και άλλα κάπως ετοιμόρροπα και στέκουν εκεί για να θυμίζουν παλιές εποχές. Να θυμίζουν πως και τότε υπήρχαν άνθρωποι που έψαχναν καταφύγιο. Ένα μέρος για να συνεχίσουν την ζωή τους. Με αξιοπρέπεια.

Ξεκινήσαμε με την Φραντζέσκα για να τα φωτογραφίσουμε και τα πήραμε σβάρνα ένα προς ένα. Σταματούσαμε όπου μας έκανε κάτι εντύπωση, πού και πού οι άνθρωποι μας έριχναν κλεφτές ματιές, σκεφτήκαμε για λίγο να ονομάσουμε το θέμα οι γάτες στις Τζιτζιφιές (ω, είχε πολλές γάτες), συναντήσαμε τον κυρ-Ανέστη που μου είπε ότι έχει καταγωγή από την Σαμψούντα και ότι ήρθε από το Καζακστάν το 1977. Μιλήσαμε λίγο για τον Πλάτωνα και τον Παρθενώνα, δεν ξέρω γιατί. Έβαφε ένα σπίτι εκεί δίπλα. Ένας ηλικιωμένος λίγο πιο κάτω έμοιαζε θυμωμένος μαζί μας, όμως όχι, κάτι άλλο ήταν, κάτι μου είπε για το 2016 και ότι μένουν ακόμη σε αυτά τα ερείπια. Υπάρχει ακόμη αληθινή φτώχεια εκεί έξω, το ξεχνάμε καμιά φορά αυτό.

Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν εδώ. Πριν από μερικές μέρες πήρα τον σκύλο μου και κάναμε μια μεγάλη βόλτα δίπλα στο Νιάρχου για να περιεργαστώ αυτά τα σπίτια που κουβαλάνε μέσα τους μια ολόκληρη εποχή και πολλές ιστορίες, τόσο καιρό να ζω εδώ και να μην έχω ανακαλύψει τέτοιο θησαυρό, ντροπή μου. Είδα όλα αυτά τα πέτρινα σπιτάκια, που τα περισσότερα από αυτά κατοικούνται, με τις ξεβαμμένες από τα χρόνια επιγραφές, όπως αυτή που λέει Κάρβουνα, τα απλωμένα ρούχα στις αυλές, σαν ένα μικρό χωριό που έχει εισβάλει στο σήμερα από το παρελθόν, σαν ο χρόνος να μην πέρασε από εδώ. Δεν ξέρω για ποιο λόγο- δεν ζούσα άλλωστε εκείνα τα χρόνια, μόνο ό,τι έχει πάρει τ’ αυτί μου από τις αφηγήσεις του παππού και του πατέρα μου- αλλά κάπως σαν κάτι να μιλούσε μέσα μου και μια περίεργη αύρα να με παρέσερνε και να έβλεπα ασπρόμαυρα τις γυναίκες να πλένουν στις σκάφες και τους άντρες να κουβαλάνε ξύλα. Σαν να έβλεπα τα παιδιά να παίζουν στα χώματα. Ίσως και τον μπαμπά μου μικρό.

Να σου πω την αλήθεια, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τότε. Οι γυναίκες κουβαλάνε σακούλες με τρόφιμα, γεμίζουν τις αυλές με παιχνίδια και τα παράθυρα με γλάστρες, απλώνουν τις μπουγάδες τους στον δρόμο, οι άντρες αναλαμβάνουν τα μαστορέματα, τα παιδιά κάνουν κούνια και παίζουν ξιφομαχία (με ξίφη πλαστικά, από εκείνα που δεν πληγώνουν). Τα είδαμε όλα αυτά και μπορείς να τα δεις κι εσύ, αν πάρεις το 10 ή το 040 και κατεβείς μέχρι τις Τζιτζιφιές.

Η επιχείρηση της οριστικής στέγασης των προσφύγων γενικότερα στην Καλλιθέα κράτησε αρκετά χρόνια. Πρώτα χτίστηκαν οι μονώροφες και διώροφες κατοικίες του συνοικισμού της Νέας Ζωής στις Μυκηνών – Ηρακλέους – Φιλαρέτου – Δαβάκη μέχρι τη Συγγρού. Ακολούθησαν ο συνοικισμός Νέος Πόντος στην περιοχή Καψάνη και μετά η Ανδρομάχης, η Αγία Ελεούσα, τα Παλαιά Σφαγεία και οι Τζιτζιφιές. Πολλές κατοικίες έμειναν ημιτελείς λόγω του πολέμου του ’40. Η λύση δόθηκε περίπου το ’54, όταν αποπερατώθηκαν οι υπόλοιπες και δόθηκαν οικόπεδα και δάνεια για αυτοστέγαση. Γίνονταν και κληρώσεις για την αποκατάσταση των προσφύγων.

Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, εκείνα τα χρόνια, όπως και σήμερα, όπως και πάντα, οι άνθρωποι, όταν τους κυνηγούσαν, όταν τους έδιωχναν, όταν απειλούσαν την ζωή τους, έφευγαν, προσέφευγαν κάπου αλλού, όχι για να ζήσουν καλύτερα, αλλά απλώς για να ζήσουν. Έτσι έγινε κι όταν έφτασαν στην γειτονιά του παππού μου και του πατέρα μου. Που αργότερα μου είπαν ότι είναι και δική μου. Αλλά που εγώ ξέρω πως ποτέ δεν θα είναι μόνο δική μου. Γιατί οι γειτονιές φτιάχνονται από τους ανθρώπους τους και δεν ανήκουν σε αυτούς. Και πάντα είναι ανοιχτές για όλους.

Παλιά, για να πάω στη δουλειά μου, έβγαινα στη Θησέως (ναι, ναι, την Ελ. Βενιζέλου λέω), όμως πρόσφατα ανακάλυψα ότι από την Πραξιτέλους η διαδρομή είναι πιο ενδιαφέρουσα. Περνάω, λοιπόν, από μία μονοκατοικία γεμάτη πεταμένα παιδικά παιχνίδια, από την γωνιακή που κάθονται κάθε πρωί δυο τρεις μεσήλικες (Αιγύπτιοι μάλλον) σε πλαστικές καρέκλες και ποιος ξέρει τι συζητούν, από εκείνο το παλιό σπίτι με την πλαστική μπασκέτα απ’ έξω, από το άλλο που μοιάζει τόσο φτωχικό αλλά λες κι έχει μέσα του του κόσμου όλου τη ζεστασιά, που νομίζεις ότι είναι άδειο, αλλά που γεμίζει με τα γέλια από τις κοπέλες με τα μαντίλια, κι από το αγαπημένο μου με τον καφετί σκυλάκο που πρόσφατα έγινε μπαμπάς κι έχει δίπλα του ένα τέλειο κουτάβι (έρχονται συχνά και κάθονται να τα χαϊδέψω, με τις μουρίτσες τους χωμένες στα κάγκελα).

Έχει και στην Ξενοφώντος και στην Ασκληπιού και στην Αγησιλάου. Τα προσφυγικά είναι παντού και συνειδητοποιώ ότι σε αυτούς τους δρόμους είναι πολύ περισσότερα από τις πολυκατοικίες. Καλό το λες αυτό. Και το καλύτερο από όλα, στον τοίχο ενός προσφυγικού κοντά στην οδό Φιλαδέλφειας, το επικό σύνθημα «Τζιτζιφιές πολυεθνικές και στους ρατσιστές κλωτσιές». Που το φωτογραφίσαμε, γιατί πολύ μας άρεσε και που είναι σαν να επικυρώνει πως η διαφορετικότητα είναι κανόνας εδώ (πάντα υπάρχουν και κακές εξαιρέσεις βέβαια), ίσως γιατί η προσφυγιά είναι κάτι που έχει ριζώσει βαθιά σε τούτη εδώ την περιοχή (και είμαι πολύ περήφανη για αυτό).

Δείτε μερικές ακόμα φωτογραφίες της περιοχής, όπως είναι σήμερα από τον φακό της Φραντζέσκας Γιαϊτζόγλου Watkinson.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Αν συνηθίζετε να πίνετε λίγο αλκοόλ το βράδυ… καλύτερα να το κόψετε!

Ποιοι είναι τελικά οι Millennials: Το εξαιρετικό βίντεο που προβλήθηκε χτες στην εκπομπή «Βινύλιο»