in

Κύπρος, 15 Ιουλίου 1974: Ο Λάζαρος Λασκαρίδης γράφει για την ανατροπή του Μακαρίου και αρχή των δεινών

«Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις, ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος, τον οποίο συ εξέλεξες δια να είναι ο ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η Χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάσει. Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο. Να την διχοτομήσει. Αλλά δεν θα το κατορθώσει .Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούντα. Μη φοβηθείς. Ενταχθείτε όλοι εις τανομίμους δυνάμεις του κράτους. Η Χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει. Νυν υπέρ πάντων ο αγών»!

Η κραυγή αγωνίας και το αγωνιστικό μήνυμα του Προέδρου Μακαρίου από αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό στην Πάφο την ημέρα της ανατροπής του (15 Ιουλίου 1974, σήμερα συμπληρώνονται 44 χρόνια από τη θλιβερή επέτειο-αρχή μεγάλων δεινών στην ιστορία του ελληνισμού) από το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας, περιγράφει το τραγικό κλίμα της εποχής.

Και τι δεν περνούσε αυτός ο τόπος και η μαρτυρική μεγαλόνησος «η γη της λεμονιάς, της ελιάς…» κατά τον ποιητή, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα: Βαλκανικοί πόλεμοι, εθνικός διχασμός, μικρασιατική καταστροφή, δικτατορία, πόλεμος και γερμανική κατοχή, εμφύλιος, αγώνας για την ανεξαρτησία της Κύπρου, διωγμός των Ελλήνων της πόλης, Ιουλιανά (άλλη σημερινή επέτειος, 52 χρόνια πιο πίσω) και ξανά μανά δικτατορία…

Από τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 η Ελλάδα ζούσε στον αστερισμό της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που με το «αποφασίζομενκαι διατάσσομεν» την είχε βάλει στο «γύψο» για επτά και πλέον χρόνια. Από τις 25 Νοεμβρίου 1973 δε, οκτώ μέρες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ζούσε σ’ ένα ακόμα πιο αυταρχικό καθεστώς. Αυτό που είχε επιβάλει ο «αόρατος δικτάτορας» ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ανατρέποντας τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.

Στοχοποίηση

Ο Ιωαννίδης, όμως, δεν αρκέστηκε στην ανατροπή του Παπαδόπουλου. Ήθελε να «βγάλει από τη μέση» και τον ηγέτη της Κύπρου, αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος –όπως ο ίδιος είχε επισημάνει σε επιστολή του προς τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη(τοποθετημένο στη θέση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον «αόρατο δικτάτορα») ότι «δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως αλλά εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του ελληνισμού και απαιτώανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του εθνικού κέντρου».

Η επιστολή είχε φτάσει στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου και δι’ αυτής ο Μακάριος, αναφερόταν ανοικτά στη…ρίζα του κακού: «Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971,εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατάπροτροπήν και ενθάρρυνσιν ορισμένων εν Αθήναις κύκλων. Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίσει παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθεί, δήθεν, δια την Ένωσιν. Και κατήρτισε την εγκληματικήν οργάνωσιν ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπόπατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα».

Βεβαίως, ο Γρίβας (Διγενής) είχε φύγει από τη ζωή –μάλλον, ξαφνικά- από τις 24 Ιανουαρίου του ιδίου έτους αλλά η δράση της ΕΟΚΑ Β’ συνεχιζόταν, σε πολιτική αρμονία με την κυβέρνηση της Αθήνας.

Σύσκεψη αποφάσεων

Την ίδια μέρα με την άφιξη της επιστολής του Μακαρίου προς τον Γκιζίκη (2 Ιουλίου), ο Ιωαννίδης συγκάλεσε σύσκεψη στο Πεντάγωνο υπό την τυπική προεδρία του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγού Γρηγορίου Μπονάνου και τη συμμετοχή τη δική του (φυσικά), και τριών Ελλήνων υψηλόβαθμων αξιωματικών που είχαν τοποθετηθεί στην Κύπρο: του επιτελάρχη του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (συμμαθητή του και κουμπάρου του) ταξιάρχου Παύλου Παπαδάκη, του διοικητή της Γ’ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της Εθνοφρουράς, ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση και του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Κομπόκη, διοικητή καταδρομών. Εκεί μπήκε η «βούλα» για την ανατροπή του Μακαρίου…

Άκαρπη προειδοποίηση

Τέσσερις μέρες αργότερα οι τρεις αξιωματικοί επέστρεψαν στη βάση τους για να οργανώσουν το σχέδιό τους, στο οποίο είχε τεθεί η 15ηΙουλίου ως ημερομηνία τέλεσής του. Όμως, αυτό είχε διαρρεύσει σε συναδέλφους τους, οι οποίοι είχαν την ευθύνη διοίκησης μονάδων της Αθήνας και ένας εξ αυτών ενημέρωσε σχετικά τον άλλοτε υπουργό των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ευάγγελο Αβέρωφ.Εκείνος με τη σειρά του μετέφερε την πληροφορία στον πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νικόλαο Κρανιδιώτη κι ο έμπειρος διπλωμάτης, ως όφειλε, κατέστησε κοινωνό, στις 12 του μηνός, τον Μακάριο.

Ο Κύπριος Πρόεδρος ευχαρίστησε για την πληροφορία αλλά την ανέγνωσε ως ανακριβή. Έκανε κι εκείνος το ίδιο λάθος -στην περίπτωση του Ιωαννίδη- με αυτό που έκανε ο Παπαδόπουλος, όταν στενοί του συνεργάτες τον πληροφορούσαν ότι προετοιμάζει την ανατροπή του. «Σιγά, ο Μίμης είναι… Αρσακειάδα» είχε πει, αλλά έπεσε έξω!

Σύσκεψη της… μπλόφας

Την επομένη, ο Μπονάνος συγκάλεσε νέα σύσκεψη στο γραφείο του αλλά με απόντες τους τρεις αξιωματικούς που είχαν πάρει μέρος στην προηγούμενη, αφού είχαν παραμείνει στηνΚύπρο. Αντίθετα, κλήθηκε ο αρχηγός του ΓΕΕΦ αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης, οι αρχηγοί των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, ο Ανδρέας Γαλατσάνος του Στρατού Ξηράς, ο Πέτρος Αραπάκης του Ναυτικού και ο Αλέξανδρος Παπανικολάου της Αεροπορίας και αρκετοί άλλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στην Κύπρο και στην Αθήνα. Μεταξύ αυτών και ο ταξίαρχος Ανδρέας Κονδύλης, ο οποίος εθεωρείτο ο «εγκέφαλος» της προπαρασκευής του πραξικοπήματος.

Ορισμένοι εκ των παρευρισκόμενων, ανάμεσά τους και οι αρχηγοί Αραπάκης και Παπανικολάου δεν γνώριζαν–τουλάχιστον όπως υποστήριξαν αργότερα οι ίδιοι, όταν βρέθηκαν να υπηρετούν τη νέα κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή- την επιστολή του Μακάριου προς τον Γκιζίκη, με την οποία, ουσιαστικά ζητούσε την απόσυρση των μισώνΕλλαδιτών αξιωματικών από τη μεγαλόνησο.

Η σύσκεψη αυτή ήταν μάλλον προσχηματική αφού ο Ιωαννίδης και οι συνεργάτες του ήθελαν να κρατήσουν στην Αθήνα τον Ντενίση αλλά και τους άλλους αξιωματικούς που έφεραν από την Κύπρο, αφού δεν τους θεωρούσαν έμπιστους για την εκτέλεση του σχεδίου που είχαν καταστρώσει.

Γεωργίτσης και Κομπόκης δούλευαν νυχθημερόν στη Λευκωσία για την εξόντωση του εθνάρχη, αλλά εκείνος ατάραχος καθησύχαζε τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά του και του μετέφεραν τις όλο και πιο πολύ εντεινόμενες πληροφορίες, λέγοντάς τους «μωρέ εμένα θα σκοτώσουν, όχι εσάς. Ψυχραιμία»!

Σε αυτές δε, τις προτροπές τους να μην πάει στο Προεδρικό μέγαρο (αναπαυόταν εκείνες τις μέρες στην εξοχική του κατοικία, στο όροςΤρόοδος) το πρωί της 15ης Ιουλίου, απαντούσε:«Αν ο Πρόεδρος δεν πάει τη Δευτέρα για δουλειά, γιατί να πάνε οι δημόσιοι υπάλληλοι»…

Το χρονικό

Νωρίς το πρωί της Δευτέρας, στις 8.15, τα πρώτα τεθωρακισμένα άρχισαν να βγαίνουν από τη βάση τους, με κατεύθυνση το Προεδρικό Μέγαρο. Παράλληλα, μία μοίρα καταδρομών διατάχθηκε να καταλάβει όλα τα επίκαιρα σημεία και τα δημόσια κτίρια. Τοπολυαναμενόμενο πραξικόπημα είχε εκδηλωθεί με το σύνθημα «Ο Αλέξανδρος εισήλθε εις το νοσοκομείο».

Εκείνη τη στιγμή, ο Μακάριος δεχόταν μια ομάδα ελληνοπαίδων από την Αίγυπτο. Κάποιο από τα παιδιά άκουσε τους πυροβολισμούς, αλλάεκείνος τα καθησύχασε. Όταν τα πυρά πύκνωσαν και το Προεδρικό Μέγαρο άρχισε να κανονιοβολείται από τα τεθωρακισμένα της Εθνικής Φρουράς, ο Μακάριος, αφού προστάτευσε πρώτα τους μικρούς του επισκέπτες, στη συνέχεια διέφυγε από τη μοναδική αφύλακτη δίοδο, που υπήρχε στα δυτικά του Προεδρικού Μεγάρου.

Βοηθούμενος από τρεις σωματοφύλακές του και ντυμένος με πολιτικά ρούχα, ακολούθησε την κοίτη ενός παρακείμενου χειμάρρου και κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες έφθασε στη Μονή Κύκκου. Εκεί, ξεκουράστηκε για λίγο και στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για την Πάφο, απ’ όπου στη 1 μ.μ. μεταδόθηκε το ραδιοφωνικό μήνυμά του, με το οποίο πιστοποιήθηκε ότι ζει, παρότι οι αντίπαλοί του είχαν αναγγείλει ότι είναι νεκρός.

Ο… διάδοχος

Την ίδια ώρα, οι πραξικοπηματίες αναζητούσαν τον διάδοχό του. Τελικά κατέληξαν στον γριβικόβουλευτή και εκδότη της εφημερίδας «Μάχη» Νίκο Σαμψών. Όμως ποιος θα τον όρκιζε αφού ο Μακάριος εκτός από Πρόεδρος ήταν και αρχιεπίσκοπος; Επιστράτευσαν έτσικαθαιρεθέντα ένα χρόνο και μια μέρα πριν (14 Ιουλίου 1973) από Μείζονα και ΥπερτελήΣύνοδο, μητροπολίτη Πάφου, Γεννάδιο. Τόσο εκείνος, όσο και οι μητροπολίτες Κιτίου, Ανθέμιος και Κερύνειας, Κυπριανός καλούσαν τον Μακάριο να παραιτηθεί από το Προεδρικό αξίωμα, για να διατηρηθεί στη θέση του αρχιεπισκόπου.

Στις 2.50 μ.μ. ο Γεννάδιος όρκισε τον Σαμψών, την ώρα που το νησί βαφόταν στο αίμα. Είκοσι ένας ήταν οι νεκροί στη μάχη του Προεδρικού μεγάρου, στην ένοπλη αναμέτρηση μεταξύ τωνΜακαριακών και των εντολοδόχων της Αθήνας, ενώ συνολικά έφτασαν τους 91 σε ολόκληρη την επιφάνειά του.

Μεγαλύτερο δώρο δεν θα μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα στην Τουρκία, από εκείνο της ανατροπής του Μακαρίου. Η Άγκυρα έχοντας το τυπικό πρόσχημα της ανατροπής του νόμιμα εκλεγμένου ηγέτη του νησιού, στο οποίο κατοικούσαν πέραν των ελληνοκυπρίων καιτουρκοκύπριοι, προετοίμαζε την απόβασή της.

Οι προετοιμασίες

Την επόμενη κι ενώ ο Μακάριος είχε μεταφερθεί με ελικόπτερο από την παρακείμενη φιλανδική βάση του ΟΗΕ στην αγγλική βάση της Κύπρου και από εκεί με αεροπλάνο κατευθυνόταν προς τη Μάλτα, τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν τις ανησυχίες του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ και του αρχηγού των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάςγια τη φύση και τις διαθέσεις του πραξικοπήματος σχετικά με την ένωση με την Ελλάδα ή το διωγμό των Τουρκοκυπρίων.

Την επομένη ο Μακάριος έφθασε στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργόΧάρολντ Ουίλσον, ο οποίος, όμως, αμέσως μετά δέχθηκε και τον Ετζεβίτ, που άρχιζε να προϊδεάζει ότι η χώρα του δεν θα επέτρεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που ευαγγελίζονταν οι στρατιωτικές κυβερνήσεις Αθήνας και Λευκωσίας.

Δυο μέρες μετά –κι ενώ ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζότζεφ Σίσκοπηγαινορχόταν για συνομιλίες μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας- ο Μακάριος, απηύθυνε δραματική έκκληση από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: «Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικάδικαιώματα του λαού της Κύπρου.Τοπραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες καιΤούρκους.Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο».

Ανένδοτοι ο Ιωαννίδης κι η παρέα του, ανένδοτη κι η Άγκυρα και ουσιαστικά απαθής η διεθνής κοινότητα, έφεραν την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου.

Σειρήνες και ανατροπές

Τρεις μέρες μετά και με τις σειρήνες του πολέμου να ηχούν δυνατά, ο Σαμψών παραιτήθηκε μεταβιβάζοντας την Προεδρία στον νόμιμο αναπληρωτή του Μακαρίου, τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκο Κληρίδη και το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας, σε σύσκεψη με παλαιούς πολιτικούς,κάλεσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση του τόπου.

Κι η δημοκρατία μπορεί να επέστρεφε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Μεγαλόνησο αλλά το κακό είχε ήδη συντελεστεί…

Πλησιάζει σιγά σιγά ο καύσωνας – Στους 40 βαθμούς ο υδράργυρος την Τρίτη, καλύτερα την Τετάρτη

Παγκόσμια πρωταθλήτρια η Γαλλία – Νίκησε 4-2 στον τελικό την Κροατία