in

Ο Λάζαρος Λασκαρίδης γράφει για τις πολιτικό-θρησκευτικές διαμάχες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου

Βαθύς ήταν ο σπόρος του Εθνικού Διχασμού που είχε πέσει στην Ελλάδα από το 1915, με τη διαμάχη μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η διαμάχη αυτή ήταν διαρκής κι έφερε όλα τα χαρακτηριστικά ενός εμφυλίου πολέμου χωρίς όπλα, αν και δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποιήθηκαν κι αυτά! Κάποια γεγονότα όπως αυτά των Επίστρατων του ’16 και της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας ή ακόμα της απόπειρας δολοφονίας κατά του Βενιζέλου και των αντίποινων (δολοφονία Ίωνα Δραγούμη την επόμενη μέρα) το ’20 καθώς και η εκτέλεση των έξι, το ’22, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι γνωστά σε μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Ορισμένα άλλα, όμως, τα οποία πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα, αποτελούν ακόμα αντικείμενο συστηματικής μελέτης.

[xtopic title=”Δείτε επίσης” layout=”1″ alignment=”left” count=”3″ condition=”random” order=”DESC” tags=”” featured=”0″ ids=”” cats=”stories”]

Ανάθεμα και αρχιεπίσκοποι

Στη διαμάχη παλατιού-Βενιζέλου, ενεργά μέρος είχε λάβει και η Εκκλησία. Εκείνη, άλλωστε, ήταν που είχε διοργανώσει (12 Δεκεμβρίου 1916) το περίφημο «ανάθεμα»:«Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την Βασιλεία και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς ανάθεμα έστω»!

Η ηγεσία της Εκκλησίας έχοντας προφανώς μπλέξει τη βασιλεία των ουρανών με την επίγεια της Ελλάδας, εξακολουθούσε να παίρνει και αργότερα θέση στα δρώμενα ενώ ο εκάστοτε επίσκοπός της, ήταν εκλεκτός των πολιτικών που είχαν τα ηνία του τόπου στα χέρια της. Έτσι, με την ανάληψη εκ νέου της Αρχής από τον Βενιζέλο (1917) καθαιρέθηκε ο επίσκοπος του «αναθέματος» Θεόκλητος (Μινόπουλος) κι αντικαταστάθηκε από τον Μελέτιο (Μεταξάκη). Η επικράτηση των αντί-βενιζελικών στις εκλογές του ’20 κι η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα επανέφερε τον Θεόκλητο στην ηγεσία, από την οποία εξεδιώχθη οριστικά από την Επανάσταση του ’22, η οποία επέλεξε για διάδοχό του τον Χρυσόστομο (Παπαδόπουλο), αφού, στο μεταξύ, ο Μελέτιος είχε εκλεγεί οικουμενικός Πατριάρχης.

Επί επαναστατικής κυβέρνησης Στυλιανού Γονατά καθιερώθηκε το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό), το οποίο ακολουθούσαν ήδη οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αντικαθιστώντας το παλαιό, το λεγόμενο Ιουλιανό. Ήταν η 16η Φεβρουαρίου 1923, η οποία έγινε αυτόματα 1η Μαρτίου του ιδίου έτους.

Επειδή η άνοδος του Χρυσόστομου στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (8 Μαρτίου, μία ακριβώς εβδομάδα μετά) συνέπεσε σχεδόν με την καθιέρωση του νέου ημερολογίου κι επειδή η Ιερά Σύνοδος, το αποδέχθηκε και εκκλησιαστικά (όχι μόνο κοσμικά, όπως μέχρι τότε) στις 23 Μαρτίου 1924, δύο μόλις μέρες πριν από την ανακήρυξη της Ελλάδας σε αβασίλευτη Δημοκρατία, το κίνημα των Παλαιομερολογιτών που δημιουργήθηκε, απέκτησε και πολιτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, όλοι σχεδόν (ιερείς και πλήθος) που ακολουθούσαν το παλαιό δεν ζητούσαν μόνο την επαναφορά του Ιουλιανού αλλά και της βασιλείας στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποιες περιοχές της χώρας, όπως στην Καλαμπάκα, κάποιοι προσήλθαν στα εκλογικά τμήματα για το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924, κρατώντας σταυρούς στα χέρια. Για να ψηφίσουν «βασιλευομένη»!

Η αλήθεια είναι ότι οι Παλαιοημερολογίτες κυνηγήθηκαν από τις βενιζελογενείς κυβερνήσεις της αβασίλευτης. Όταν πήγαν να εορτάσουν τα δικά τους Χριστούγεννα (7 Ιανουαρίου 1927) βρήκαν την εξής αντιμετώπιση κατά την παραδοσιακά φίλο-βασιλική εφημερίδα «Σκριπ» της επομένης, η οποία έγραφε στο πρώτο της θέμα: «Ο χθεσινός πανηγυρικός εορτασμός των Χριστουγέννων υπό του πιστού εις το Ορθόδοξον ημερολόγιον Ελληνικού λαού. Εις τον Πειραιά οι χωροφύλακες πυροβολούν κατά την διάρκειαν της τελετής. Εξ χιλιάδες λαού μεταλαμβάνουν εις το ύπαιθρον και υπό βροχήν εις την Μάνδραν. Πως εώρτασαν τα Χριστούγεννα εις τους άλλους Ναούς. Η εξέγερσις κατά των κυβερνητικών ενεργειών»!

Κόψιμο της γενειάδας

Αλλά και η πλευρά των Παλαιοημερολογιτών δεν πήγαινε πίσω στη βιαιότητα. Κατά τον εορτασμό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στον ομώνυμο ναό του Πειραιά, στις 21 Μαΐου 1927, ένας πιστός τους, ο κουρέας Καραγιαννίδης επιτέθηκε με ψαλίδι κατά του αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου κι αφού του έκοψε μέρος της γενειάδας του τον τραυμάτισε στο πρόσωπο ! Κι όλα αυτά, υπό της επευφημίες εκατοντάδων οργανωμένων ομοϊδεατών του που φώναζαν προς το μέρος του πληγωμένου ιεράρχη «κάτω ο Αντίχριστος»…

Την περίοδο εκείνη κυβερνούσε η λεγόμενη «Οικουμενική», υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία συμμετείχε και ο Παναγής Τσαλδάρης ως αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο αποτελούσε τον κύριο πυλώνα του φίλο-βασιλικού χώρου, της Δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι εφημερίδες του χώρου, όπως το προαναφερθέν «Σκριπ», την επομένη του βίαιου συμβάντος του Πειραιά, ακριβώς δίπλα από το ρεπορτάζ της 1ης σελίδας για τα έκτροπα, δημοσίευε επιστολή μέλους της οικογένειας του εκτελεσθέντος (από την Επανάσταση του ’22) Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, με την οποία υπογράμμισε ότι ο Τσαλδάρης «πολύ απέχει από το να είναι άξιος διάδοχος των Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτου» και τον καλούσε ν’ αποχωρήσει από την κυβέρνηση.
Το Λαϊκό Κόμμα αποχώρησε τελικά από την κυβέρνηση, σχεδόν τρεις μήνες μετά (17 Αυγούστου) αφήνοντας σε αυτή –από τον φιλοβασιλικό στρατόπεδο- μόνο τους Ελευθερόφρονες του Ιωάννη Μεταξά. Περισσότερο ελεύθερα πια, τα στελέχη των Λαϊκών που συμπορεύονταν με το παλαιό ημερολόγιο χρέωσαν εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση (όπως ο βουλευτής Κυκλάδων Δημήτριος Βοκοτόπουλος στο άρθρο του με τίτλο «Ο κ. Ζαΐμης υπεύθυνος για το αίμα της Μάνδρας που δημοσιεύθηκε στο «Σκριπ» της 4ης Δεκεμβρίου 1927) για το δραματικό γεγονός που συνέβη εκείνες τις μέρες στην εν λόγω -πολύπαθη και σήμερα- περιοχή της Αττικής.

Μάρτυρας Παλαιοημερολογίτισσα

Το (νέο) ημερολόγιο έδειχνε 22 Νοεμβρίου αλλά οι Παλαιοημερολογίτες της Μάνδρας πήγαν να εορτάσουν με ολονυχτία την παραμονή και την ημέρα των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, εισερχόμενοι στον ομώνυμο Ναό, χωρίς τον ιερέα του. Αντ’ αυτού είχαν μαζί τους τον «δικό» τους, ιερομόναχο Χριστόφορο Ψαλλίδα, ο οποίος τελικά λειτούργησε.

Ο τοπικός σταθμάρχης της Χωροφυλακής, ενωμοτάρχης Σάλμος, εκτελώντας προφανώς άνωθεν εντολές, κάλεσε σε βοήθεια δυνάμεις από τις γειτονικές περιοχές της Ελευσίνας και των Μεγάρων (οι οποίες κατέφθασαν με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Ραζέλο η πρώτη και τον ομοιόβαθμό του Ζαφείρη η δεύτερη) με στόχο τη σύλληψη του ιερομόναχου. Περίμεναν έξω από το ναό μέχρι την ολοκλήρωση της ολονυχτίας και οι πιστοί που είχαν αντιληφθεί τι επρόκειτο να γίνει μεταμφίεσαν σε γυναίκα τον παπά-Ψαλλίδα, προκειμένου να τον συνοδεύσουν (κατά το έθιμο) στο σπίτι του, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τα «όργανα της τάξεως». Εκείνα όμως τον αναγνώρισαν και στην προσπάθειά τους να τον συλλάβουν, απώθησαν το πλήθος που είχε σχηματίσει προστατευτικό κλοιό γύρω του. Άνοιξαν «πυρ» από το οποίο τραυματίστηκαν οι πιστές Αγγελική Κατσαρέλλη και Χαρίκλεια Λούλη καθώς και ο υπομοίραρχος Ζαφείρης. Μεγαλύτερος, όμως, ήταν ο τραυματισμός της 27χρονης Αικατερίνης Ρούτη, η οποία μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό», όπου τα μαντάτα δεν ήταν καλά. Ο γιατρός Ξάνθης, στην έκθεσή του προδίκαζε το τέλος: «Φέρει τραύμα εις την αριστεράν κροταφικήν χώραν, είτε διά λίθου, είτε διά δι’ υποκοπάνου όπλου και αναμένεται το μοιραίον»…

Το μοιραίο επήλθε λίγες μέρες μετά, στις 28 Νοεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο) κι οι Παλαιοημερολογίτες την ανακήρυξαν «Πρωτομάρτυρα». Προ τριετίας δε (το 2014) Αγιοκατατάχθηκε από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, όπως ονομάζονται από το 1931 οι Παλαιοημερολογίτες, ως «Αγία Νεομάρτυς Αικατερίνη εκ Μάνδρας Αττικής».

Την ίδια χρονιά (1931), τέλος, όταν ο Βενιζέλος ήταν και πάλι πρωθυπουργός και ο Τσαλδάρης αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το θέμα των Παλαιοημερολογιτών επανήλθε για τα καλά, σε διένεξη από το βήμα της Βουλής. Ο πρωθυπουργός, στη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου, επέμενε ότι μπορούν να έχουν θρησκευτική ελευθερία μόνο αν αποσχιστούν από την επίσημη Εκκλησία και προχωρήσουν στην ίδρυση δικής τους, όπως κι έγινε τελικά. Τότε ο Τσαλδάρης πήρε το μέρος τους λέγοντας ότι «είναι αναγκαίον να βρεθεί ένας τρόπος άλλος». «Ποίος;» του φώναξε ο Βενιζέλος, για να λάβει την εξής απάντηση από τον αρχηγό των Λαϊκών: «Δεν τον έχω πρόχειρον»…

Νέα ήττα για την Καλλιθέα

Κατασχέσεις Δημοσίου: Μύθοι και πραγματικότητα