in

Επετειακό κείμενο του Λάζαρου Λασκαρίδη για την 28η Οκτωβρίου 1940

Ποια ήταν η Ελλάδα εκείνης της εποχής; Πως τη βρήκε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940;

Πολλές ιδιομορφίες, οι οποίες αναδεικνύουν την ταυτότητά της, έχει αυτή η χώρα. Μία από τις χαρακτηριστικές της είναι ότι κάθε χρόνο εορτάζει όχι τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά την είσοδό της σε αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει για να τονιστεί κυρίως ο ενθουσιασμός, με τον οποίο μπήκε ο λαός της στις μάχες αλλά και την ομοθυμία που επέδειξε στην αντιμετώπιση του εχθρού.

Ποια, όμως, ήταν η Ελλάδα εκείνης της εποχής; Πως τη βρήκε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940;

Εκείνη την εποχή και για πολλά χρόνια, στην Αθήνα του μεσοπολέμου, γινόταν παρέλαση κατασκόπων. Άγγλοι, γερμανοί, ιταλοί, γάλλοι και κάθε λογής είχαν πιάσει στασίδι πέριξ των κέντρων αποφάσεων, πολλές φορές και μέσα σε αυτά.

Οι ελληνικός πολιτικός κόσμος , όσο μπορούσε να λειτουργήσει στο αυταρχικό πλαίσιο που είχε επιβάλλει η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, είχε επαφές μαζί τους, χωρίς κατ’ ανάγκη να εκτελεί τα σχέδιά τους. Πρόσβαση και δη ουσιαστική, είχαν και στα ανάκτορα. Κάποιοι δε ως… ρασοφόροι. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του πατρός Δημητρίου, εφημέριου της εκκλησίας του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», που δεν ήταν άλλος από τον πράκτορα της βρετανικής Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ντέιβιντ Μπάλφουρ, ο οποίος δρούσε για λογαριασμό της υπηρεσίας του στη χώρα μας και μετά την απελευθέρωση, «ξυρισμένος» πια!

Η ασκητική του ζωή (έμενε στο νοσοκομείο) αλλά και οι προσβάσεις του, κυρίως αυτές, τον έκαναν γρήγορα και ιερέα του παλατιού, μαζί και εξομολόγο μελών της βασιλικής οικογένειας.

Εξωτερική πολιτική

Ορκισμένος αγγλόφιλος ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, εξάλλου εκεί χρωστούσε –σε μεγάλο βαθμό και τις δύο επιστροφές του στο θρόνο, ήταν εκείνος που καθόριζε ουσιαστικά την εξωτερική πολιτική της χώρας, προσδένοντάς την στο βρετανικό άρμα πριν από την έναρξη του πολέμου. Ο Μεταξάς ήταν της γερμανικής σχολής (από τη θητεία του δίπλα στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’) αλλά το καθεστώς που είχε εγκαθιδρύσει –ελέω άνακτος- από την 4η Αυγούστου 1936, εξαρτάτο από τα ανάκτορα. Δεν άργησε να λειτουργήσει υπέρ της «άλλης πλευράς», συμβάλλοντας δε καθοριστικά στην πολεμική προπαρασκευή της χώρας. Μέχρι τότε τα «ελληνικά όπλα» άνοιγαν συχνά –τις περισσότερες φορές για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο 1922-35 εξερράγησαν 7 (!) στρατιωτικά κινήματα- αλλά δεν ήταν επαρκή. Χαρακτηριστικό δε, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσαλδάρη-Κονδύλη μέχρι αεροπλάνο από τη Σερβία είχε δανειστεί για να αντιμετωπίσει το βενιζελικό κίνημα της 1ης  Μαρτίου 1935…

Όλα έδειχναν ότι η χώρα βάδιζε προς τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Δεν ήταν μόνο ο τορπιλισμός της «Έλλης» από το υποβρύχιο Delfino στις 15 Αυγούστου 1940, στην Τήνο, που προϊδέαζε για το κακό. Έξι μέρες αργότερα, ο Μεταξάς είχε στα χέρια του το πόρισμα που αποκάλυπτε  ότι οι τορπίλες που εκτοξεύτηκαν ανέγραφαν RM (Regia Marina), ενδεικτικές της «καταγωγής» τους αλλά φρόντιζε ν’ αποκρύπτει τις προκλήσεις εναντίον της χώρας. Έτσι είχε λειτουργήσει στις 12 Ιουλίου του ιδίου έτους, όταν ανοικτά της Γραμβούσας των Χανίων, είχαν βομβαρδιστεί ανεπιτυχώς τόσο το αντιτορπιλικό «Ύδρα», όσο και το βοηθητικό πολεμικό πλοίο «Ωρίων», το ίδιο τέσσερις μέρες αργότερα όταν ισάριθμα ελληνικά υποβρύχια επιχειρήθηκε να χτυπηθούν στον κόλπο της Ιτέας, το ίδιο κι όταν τα πιο νέα και αξιόμαχα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» δέχτηκαν αεροπορική επίθεση (τέλη του μηνός), το αυτό και στις 2 Αυγούστου κατά το βομβαρδισμό της τελωνειακής ακτοφυλακίδας Α6, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας. Γνώριζε ότι όλες αυτές οι προκλήσεις γίνονταν από την πλευρά της Ιταλίας αλλά τηρούσε σιγή ιχθύος.

Το πολεμικό κλίμα ήταν ορατό ακόμα και στον απλό λαό. Πόσο μάλλον στα κοσμικά σαλόνια, που έσπευδαν να πάρουν θέση. Τα σύννεφα πύκνωναν τον ουρανό, με αποτέλεσμα το σαββατόβραδο του Αγίου Δημητρίου, να γίνει το «κύκνειο άσμα» της αστικής Αθήνας, στο θέατρο Κοτοπούλη της οδού Πανεπιστημίου. Εκεί δόθηκε η πρεμιέρα της «Μαντάμ Μποβαρί», σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στον ομώνυμο ρόλο και δίπλα της τους Γιώργο Παππά, Βασίλη Λογοθετίδη, Δημήτρη Μυράτ, Λυκούργο Καλλέργη και Ντόρα Βολανάκη.

Μες τη βαθιά σιωπή…

Ξημερώματα Δευτέρας 28 Οκτωβρίου, τελείωσαν όλα και άρχισαν τα πάντα. Η χαρακτηριστική μαρτυρία του πρέσβη της Ιταλίας στην Ελλάδα, Εμμανουέλε Γκράτσι αποτελεί το καλύτερο τεκμήριο:

«Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm. De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.

Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.

Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελόπορτα.Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το  συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ’ έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή:

“Allors c’ est la guerre” (Επομένως έχουμε πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή. Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, “Vous etes les plus forts…” (Είσαστε πιο δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου,  μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός»…

Η επίθεση αλλοιωμένη εκδηλώθηκε στις 5.30 π. μ., δηλαδή μισή ώρα πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο, σ’ ολόκληρο το μέτωπο, από το Ιόνιο ως τη λίμνη Πρέσπα αλλά γράφτηκαν χρυσές σελίδες στο τετράδιο των αγώνων της Ελλάδας.

Δίχως επιφύλαξη

Με όλο το λαό ενωμένο. Ακόμα και τον φυλακισμένο, από το μεταξικό καθεστώς, στην Κέρκυρα, ηγέτη του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη να διακηρύσσει:

«O φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος πού θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό τού Μουσολίνι Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό πού τον διευθύνει ή κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη»

*Ο Λάζαρος Λασκαρίδης είναι δημοσιογράφος, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «ΤΩΡΑ Καλλιθέα» και αντιδήμαρχος Πολιτισμού και Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών

ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Έμεινε με το μικρόφωνο στο χέρι: Άντρας κλέβει κινητό από δημοσιογράφο σε live σύνδεση (vid)

«Άρπαξαν» με SMS από τον λογαριασμό του… 18.530 ευρώ